- πωλητῶν
- πωλητήςsellermasc gen plπωλητόςfor salefem gen plπωλητόςfor salemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
ολιγοπώλιο — Μορφή αγοράς, στην οποία η προσφορά κάποιου αγαθού ή υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων, που ονομάζονται ολιγοπωλητές. Η κατάσταση παρουσιάζει μερικές όψεις ανάλογες είτε με τον τέλειο συναγωνισμό είτε με το τέλειο μονοπώλιο. Πράγματι … Dictionary of Greek
ολιγοψώνιο — το (οικον.) αγορά που χαρακτηρίζεται από μικρό αριθμό αγοραστών έναντι ενός μεγάλου αριθμού πωλητών, σε αντιδιαστολή προς το ολιγοπώλιο … Dictionary of Greek
παζάρι — το 1. συγκέντρωση πωλητών σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένη ημέρα τής εβδομάδας με σκοπό την πώληση τών προϊόντων τους, αλλ. λαϊκή αγορά («κάθε Δευτέρα έχει παζάρι») 2. δημόσια αγορά που γίνεται με την ευκαιρία τοπικού πανηγυριού σε διάφορα μέρη… … Dictionary of Greek
πλανεμπορία — η, Ν το επάγγελμα ή το εμπόριο τών πλανόδιων πωλητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλανώμαι + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek